- καυλούς
- καυλόςstemmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκαυλος — η, ο (Α δίκαυλος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει δύο καυλούς, στελέχη, κοτσάνια … Dictionary of Greek
επτάκαυλος — ἑπτάκαυλος, ον (AM) με επτά καυλούς, βλαστούς μσν. φρ. «ἑπτάκαυλον λαμπάδιον» επτάφωτος λυχνία … Dictionary of Greek
πλαγιόκαυλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει καυλούς προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καυλός (πρβλ. μεγαλό καυλος, πλατύ καυλος)] … Dictionary of Greek
πολύκαυλος — η, ο / πολύκαυλος, ον, ΝΑ (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς καυλούς, πολλούς μίσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καυλός «βλαστός» (πρβλ. ολιγό καυλος)] … Dictionary of Greek
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek